- χονδροκοπεῖον
- χονδρο-κοπεῖον, τό,A mill for making groats or coarse meal, Poll.3.78, 7.19; [full] χονδροκόπια (sic): μυλὼν ὅπου ὁ χόνδρος κόπτεται, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χονδροκοπεῖον — mill for making groats neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδροκοπείον — ή χονδροκόπιον, τὸ, Α ο μύλος στον οποίο άλεθαν τους χόνδρους, το μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος «χοντροαλεσμένο σιτάρι» + κοπεῖον / κόπιον (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ἀργυρο κοπεῖον / κόπιον] … Dictionary of Greek
χονδροκοπεῖα — χονδροκοπεῖον mill for making groats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδρίον — τὸ, Α [χόνδρος] 1. υποκορ. τού χόνδρος 2. χονδροκοπεῑον* … Dictionary of Greek
χονδρείον — τὸ, Α [χόνδρος] χονδροκοπεῑον* … Dictionary of Greek
χονδροκόπιον — τὸ, Α βλ. χονδροκοπεῑον … Dictionary of Greek